υπερκαλλής

υπερκαλλής
-ές, ΜΑ
εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι-καλλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερκαλλής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκαλλῆ — ὑπερκαλλής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερκαλλής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερκαλλής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκαλλεῖ — ὑπερκαλλής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερκαλλής masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκαλλοῦς — ὑπερκαλλής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”